νεοσύλλεκτος

νεοσύλλεκτος
[нэосиллээктос] επ. / ουσ. а. новобранец, рекрут,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "νεοσύλλεκτος" в других словарях:

  • νεοσύλλεκτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσύλλεκτος — και νεοσύλλεχτος, η, ο (Α νεοσύλλεκτος, ον) αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη (ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης,… …   Dictionary of Greek

  • νεοσύλλεκτος — ο αυτός που μόλις στρατεύτηκε, αλλ. κληρωτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεοσύλλεκτον — νεοσύλλεκτος masc/fem acc sg νεοσύλλεκτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσυλλέκτου — νεοσύλλεκτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσυλλέκτους — νεοσύλλεκτος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσυλλέκτων — νεοσύλλεκτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσυλλέκτῳ — νεοσύλλεκτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσύλλεκτοι — νεοσύλλεκτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτοτίρων — ναυτοτίρων, ὁ (Α) νεοσύλλεκτος ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + τίρων «νεοσύλλεκτος»] …   Dictionary of Greek

  • τίρων — και τείρων, ωνος και τιρόνης, ὁ, Α νεοσύλλεκτος στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tiro, ōnis «νεοσύλλεκτος στρατιώτης»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»